Τρίτη 15 Νοεμβρίου 2011

Ιππολύτη

 

ΗΡΑΚΛΗΣ ΚΑΙ ΙΠΠΟΛΥΤΗ

Η ζώνη της Αμαζόνας



   Ο  Ηρακλής πήδηξε πρώτος από το μικρό πλεούμενο, που είχε προσαράξει στα ρηχά. Ήταν λίγα μέτρα από εκεί όπου το κύμα έγλυφε  την άμμο  του μικρού κι απάνεμου όρμου στην ακτή του Πόντου.
  Όσο οι υπόλοιποι σύντροφοί του ασχολούνταν να κατεβάσουν το τετράγωνο ιστίο του σκάφους τους, αυτός άδραξε τον χοντρό πρυμνοδέτη κάβο με τη βαριά ευναία(*) δεμένη στην άκρη του και έσυρε με ευκολία το ελαφρό σκαρί στην αμμουδιά.
  Κοίταξε γύρω του εξεταστικά το έρημο και γυμνό τοπίο, που το περιτριγύριζαν χαμηλοί λόφοι με ήρεμες κορυφογραμμές.
  Το πρώτο μέρος της αποστολής του είχε ολοκληρωθεί. Είχε αποπλεύσει, μαζί με τους συντρόφους του, από την παραλία της Αργολίδας κάπου δεκαπέντε μέρες πριν, με προορισμό τα νότια παράλια του Εύξεινου Πόντου. Ο ξάδελφός του ο Ευρυσθέας ο βασιλιάς των Μυκηνών, που του ανέθεσε και αυτόν τον άθλο, τον ένατο κατά σειρά από τους δώδεκα συμφωνημένους, τον κατευόδωσε ευχόμενος -από μέσα του- να μην ξαναγυρίσει! Ωστόσο, ο πατέρας του ο Δίας, πατέρας επίσης θεών και άλλων θνητών, ζήτησε από τον Ποσειδώνα και τον Αίολο να ‘χει στο ταξίδι του μόνο πλησίστια πρυμίσματα (**), παρά τις αντιρρήσεις της ζηλότυπης Ήρας, που μισούσε θανάσιμα το νόθο παιδί του Νεφεληγερέτη και της Αλκμήνης. Κι ας την τιμούσε ο ήρωας με τ’ όνομά του που πάει να πει ‘Η δόξα της Ήρας’.
  Πίσω του πήδηξαν στην άμμο καμιά εικοσαριά παλικάρια με τα μούσκλα μεστωμένα από το κουπί και τα κορμιά ψημένα από την αρμύρα του θαλασσινού ταξιδιού και τον ήλιο.
  Ακολουθούμενος από τους συντρόφους του ο ημίθεος Ηρακλής ανηφόρισε στον πιο κοντινό λόφο. Η απέραντη εύφορη πεδιάδα του Πόντου απλωνόταν νωχελικά έως εκεί που έφτανε το βλέμμα του.
  Από μακριά διέκριναν τον κουρνιαχτό που σήκωνε ο καλπασμός πολλών αλόγων. Φαίνεται πως από τις βίγλες ολόγυρα στη Θεμίσκυρα είχαν δει το πλοίο τους να προσορμίζει κι ερχόταν το περίπολο.
  Τα άλογα, σαν πλησίασαν στην ομάδα των αντρών οδηγημένα από έμπειρους αναβάτες, αναπτύχθηκαν σε ημικύκλιο γύρω από τον Ηρακλή και τους συντρόφους του με ελαφρό τροχασμό. Ο κλοιός στένεψε συμμετρικά και με απόλυτο συγχρονισμό. Τους είχαν περικυκλώσει. Ο Ηρακλής έκανε νεύμα στους συντρόφους του να χαμηλώσουν τα δόρατα και τα τόξα τους έως ότου δουν τις προθέσεις τους, που για την ώρα δεν έδειχναν να είναι επιθετικές.
Δεν ήταν ανάγκη να σηκώσουν οι καβαλαραίοι τις καλύπτρες από τις περικεφαλαίες τους που τις στόλιζαν μακριές θυσανωτές ουρές αλόγων, για να καταλάβουν ο Ηρακλής και οι σύντροφοί του, πως είχαν να κάνουν με γυναίκες. Φορούσαν όλες τους στενές περισκελίδες από λεπτό δέρμα ίσαμε τα γόνατα αφήνοντας ακάλυπτες τις σμιλεμένες μυώδεις κνήμες τους, ενώ από τη μέση και πάνω ήταν γυμνές. Μόνο ένας φαρδύς πέτσινος αορτήρας για τη φαρέτρα και το σπαθί ήταν περασμένος διαγώνια στο στέρνο. Έδενε με λουρίδα και στον ώμο, ώστε να πιέζει σφιχτά και να καλύπτει εκείνο το στήθος, από όπου τέντωναν τη χορδή του τόξου. Το άλλο στήθος τους πρόβαλλε στητό και περήφανο σημάδι, πως όλες αυτές οι ιπποτοξότριες ήταν νέα κορίτσια.
  Ήταν φανερό ότι είχαν φτάσει, επιτέλους, στον προορισμό του ταξιδιού τους. Στη χώρα των Αμαζόνων!
  Ο ανυπόμονος τριποδισμός των αλόγων προκαλούσε ελαφρό ρυθμικό τρεμούλιασμα στους ελεύθερους μαστούς των αμαζόνων. Στους στερημένους από γυναικεία συντροφιά άντρες, που ξαφνικά ένιωσαν στα σωθικά τους τη φλόγα του πόθου να φουντώνει, ήταν σαν να τους στέλνουν μήνυμα, σαν ερωτικό κάλεσμα.
«Ποιοι είστε, ξένοι;» ρώτησε αυτή, που έδειχνε για η αρχηγός του αποσπάσματος.
«Είμαι ο Ηρακλής, ο γιος του Δία!» αποκρίθηκε αγέρωχα ο ημίθεος.
  Η αμαζόνα δεν φάνηκε να εντυπωσιάστηκε με την καταγωγή του.
«Δεν δείχνεις για ναυαγός. Τι σε έκανε, λοιπόν, να τολμήσεις να ‘ρθεις στη γη που δεν πατάει πόδι άντρα ατιμώρητα, αν δεν τον καλέσουμε εμείς;»
«Γυρεύω τη βασίλισσά σου!.. Την ξακουστή Ιππολύτη!»
«Για ποιο λόγο;»
«Ο ξάδελφός μου ο Ευρυσθέας ο βασιλιάς της Μυκήνας και του Άργους, επιθυμεί για την κόρη του την Αδμήτη τη χρυσοστόλιστη ζώνη της Ιππολύτης και με διέταξε να του την πάω!»
«Και αν σε στείλουμε πίσω χωρίς αυτή τη λεοντή που τόσο ξιπασμένα φοράς, τι θα του πεις, τότε, του ξαδέλφου σου και βασιλιά σου;» ρώτησε με αλαζονικά ειρωνική διάθεση η αμαζόνα.
«Κι αν εγώ σας στείλω πίσω στη βασίλισσά σας και με το άλλο σας βυζί κομμένο, τι θα της πείτε, τότε;» την αντερώτησε στον ίδιο τόνο Ηρακλής, που δεν φημιζόταν για τους καλούς του τρόπους.
«Ηρακλή,  η ζώνη που ζητάς είναι δώρο ατίμητο στη βασίλισσα Ιππολύτη από τον πατέρα της τον πολέμαρχο Άρη… Μην προκαλείς, λοιπόν, τη δίκαιη οργή του με τ’ ανόσια λόγια σου, εσύ ένας θνητός κι ας είσαι, κατά πως λες παιδί του Δία, γιατί κι ο Άρης παιδί του είναι και μάλιστα θεός!»
  Τότε μπήκε στη μέση ο σοφός Πηλέας, ο βασιλιάς των ηρώων Μυρμιδόνων, σύντροφος κι αυτός του Ηρακλή στον νέο άθλο, που τον είχε διατάξει ο Ευρυσθέας να κάνει.
«Καλύτερα να μεταφέρετε το μήνυμά μας στη βασίλισσά σας κι ας αποφασίσει η ίδια..» είπε με τη σωφροσύνη που τον διέκρινε.
«Πολύ καλά…» απάντησε η επικεφαλής «…μόνο που εσείς θα μείνετε εδώ περιμένοντας την απάντησή της. Νόμοι πανάρχαιοι της φυλής μας δεν επιτρέπουν την είσοδο αντρών στη Θεμίσκυρα, την πόλη  μας!»
«Και πώς ζευγαρώνετε;» ρώτησε με απορία ο Ηρακλής, που είχε συνήθειο να ζευγαρώνει και με μια γυναίκα από όποια πόλη περνούσε.
«Όσες είναι στις γόνιμες μέρες τους συναντιόνται με άντρες από τις γύρω φυλές των Πάρθων, των Σκυθών και των Θρακών δυο με τρεις φορές τον χρόνο και σμίγουν μαζί τους στις όχθες του Θερμώδοντα. Εκεί πάμε πάλι σαν είναι να γεννήσουμε. Μα, αν γεννηθεί αρσενικό το πνίγουμε στα νερά του, θυσία στο ποτάμι που καρπίζει τη γη μας!»
  Οι άντρες κοιτάχτηκαν μεταξύ τους μακαρίζοντας την τύχη τους που γεννήθηκαν μακριά από την ακροποταμιά του Θερμώδοντα.

ΔΕΎΤΕΡΟ ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΌ ΕΞΏΦΥΛΛΟ ΤΗΣ ΝΟΥΒΕΛΑΣ

  Όσο χρειάστηκε να πάει το περίπολο στη Θεμίσκυρα και να επιστρέψει με την απάντηση της Ιππολύτης, ο Ηρακλής και οι σύντροφοί του θυσίασαν στους θεούς που τους έφεραν σώους στον προορισμό τους, έστησαν τον πρόχειρο καταυλισμό τους και απολάμβαναν τα κοψίδια από τα σφαχτάρια της θυσίας. Οι θεοί, ως γνωστό, ευωχούνταν αποκλειστικά και μόνο με την τσίκνα των καλοψημένων κρεάτων.
  Ήταν περασμένο απόγευμα και ο ήλιος έπαιρνε την κατηφόρα στον γαλανό ορίζοντα της θάλασσας του Πόντου. Από το βάθος του δρόμου, που ερχόταν από τη Θεμίσκυρα, φάνηκαν να πλησιάζουν καμιά εικοσαριά καβαλάρηδες. Ήταν το δίχως άλλο οι αμαζόνες που επέστρεφαν φέρνοντας την απάντηση της Ιππολύτης στον Ηρακλή. Σαν πλησιάσανε και οι σιλουέτες τους στο απογευματινό σύθαμπο διακρίνονταν καλύτερα, οι Έλληνες διέκριναν, πως αυτή που πήγαινε μπροστά δεν ήταν ντυμένη με την πολεμική στολή των αμαζόνων. Αντίθετα, φορούσε γυναικείο ρούχο και ο μακρύς κόκκινος χιτώνας της ανέμιζε ανάλαφρα στον αέρα, καθώς το κάτασπρο άλογό της κάλπαζε αγέρωχα.
  Φτάνοντας στον καταυλισμό των ξένων, η ομάδα κοντοστάθηκε αφήνοντας την αρχηγό τους να προχωρήσει. Μόνη της διέσχισε θαρρετά την υπόλοιπη απόσταση ίσαμε τους άντρες, που είχαν απομείνει άναυδοι από την ασύλληπτη ομορφιά αυτού του πλάσματος με τη μορφή γυναίκας. Τη μέση του λυγερού κορμιού της την έζωνε μια πλατειά ζώνη ατόφιο μάλαμα καμωμένη από μικρές αλυσίδες πλεγμένες μεταξύ τους. Τη στόλιζαν εκατοντάδες μικροί πολύχρωμοι πολύτιμοι λίθοι που οι τελευταίες ακτίνες του ήλιου τους έκαναν να στραφταλίζουν παιχνιδιάρικα. Στο πίσω μέρος του κεφαλιού της ανέμιζε μακριά αλογοουρά από πραγματικές τρίχες αλογίσιας ουράς. Ήταν στεριωμένη στην πλουμιστή πέτσινη κορδέλα, η οποία στεφάνωνε το μέτωπό της και συγκρατούσε μαζεμένα τα κοντοκομμένα κατάμαυρα μαλλιά της.
  Δεν υπήρξε κανένας από τους άντρες που να μην κατάλαβε, ποια βρισκόταν απέναντί τους.
«Χαίρε, βασίλισσα Ιππολύτη, κόρη του Άρη!» την προσφώνησε ο Ηρακλής κάνοντας ένα βήμα μπροστά, ενώ σήκωνε το χέρι του ψηλά σε χαιρετισμό.
«Χαίρε, ισόθεε Ηρακλή!» του αντιγύρισε τον χαιρετισμό η Ιππολύτη, που ούτε και αυτή είχε καμιά αμφιβολία για το ποιος ήταν ο ξένος. Ξεχώριζε από τη γιγάντια ρωμαλέα σωματική του διάπλαση, τη λεοντή και το τεράστιο ρόπαλο που πάντα κρατούσε σαν να ήταν η συνέχεια του χεριού του.
  Η Ιππολύτη, περνώντας με γρηγοράδα και ευκινησία το δεξί πόδι της πάνω από το κεφάλι του αλόγου, γλίστρησε από τη ράχη του και πέζεψε ανάλαφρα, έτσι όπως θα ζήλευαν να το κάνουν και οι καλύτεροι άντρες ιππείς. Ίσιωσε τη χρυσή πόρπη-κόσμημα, που συγκρατούσε  στη ρίζα του ψηλόλιγνου λαιμού της τον ολοκόκκινο από την πορφύρα του κοχυλιού μανδύα της και τον έριξε στην πλάτη της αφήνοντας να αποκαλυφθούν οι δυνατοί της ώμοι με την τέλεια γυναικεία στρογγυλάδα τους. Ο ένας τους φιλοξενούσε τη χρυσαφένια περόνη που συγκρατούσε το λευκό κοντό πτυχωτό χιτώνιο πάνω στο κορμί της. Οι πλούσιες πτυχώσεις του άφηναν να φανεί η βαθιά χαράδρα ανάμεσα στους δίδυμους λόφους της γυναικείας φύσης, που το περήφανο στητό περίγραμμά τους, το γεμάτο προκλητικές υποσχέσεις, τονιζόταν αισθησιακά πίσω από το ελαφρό ύφασμα. Τα τέλεια τορνευτά μακριά της πόδια από τα μισά των γυμνασμένων χυτών μηρών έως σχεδόν λίγο κάτω από τα γόνατα αποκαλύπτονταν ελεύθερα με αυθάδικη τόλμη στα αχόρταγα αντρικά βλέμματα. Λεπτοδουλεμένα στιβάλια από άσπρη γούνα σκέπαζαν τα πόδια της από την κνήμη και κάτω. Στο καθένα από τα μπράτσα της ήταν περασμένο από ένα φιδόσχημο αμφωλένιο κατάφορτο με πετράδια όπως η ζώνη της.
   Πλησίασε με σταθερό μεγαλόπρεπο βηματισμό τον Ηρακλή. Στάθηκε απέναντί του σταυρώνοντας τα χέρια μπροστά στο στήθος της. Με γυναικεία φιλαρέσκεια τον άφησε για λίγες στιγμές να την περιεργαστεί.  Οι αστραπές του αντρικού πόθου στα μάτια του δεν πέρασαν απαρατήρητες από την Ιππολύτη. Στα χείλη της σχηματίστηκε ένα ανεπαίσθητο χαμόγελο.
  Ταυτόχρονα, βρήκε και η ίδια την ευκαιρία να περιεργαστεί το στιβαρό κορμί του Ηρακλή, χτισμένο με ανίκητους μυς που φούσκωναν σε κάθε του ανάσα και να το εκτιμήσει, καθώς ο ήρωας δεν συνήθιζε να φοράει τίποτ’ άλλο εκτός από τη δεμένη στους ώμους του λεοντή, τρόπαιο του πρώτου άθλου του στη Νεμέα.
«Ξέρω τον σκοπό του ταξιδιού σου, Ηρακλή…» πρόφερε αργά η Ιππολύτη με το βλέμμα της πάντα προσηλωμένο στο, λες, καμωμένο από γρανίτη και ατσάλι κορμί του ήρωα.
«Και ποια είναι η απάντησή σου, βασίλισσα;» ρώτησε ο Ηρακλής χωρίς να αφήσει κι αυτός το βλέμμα του ούτε στιγμή από τη θέα που του πρόσφερε απλόχερα η Ιππολύτη.
«Ήρθα να σου την προσφέρω από μόνη μου!»
  Επιτέλους ο Ηρακλής απόσπασε το βλέμμα του από το κορμί της Ιππολύτης και την κοίταξε κατάματα αμίλητος περιμένοντας την ολοκλήρωση της φράσης, που η ίδια με τον τόνο της φωνής της είχε φροντίσει να μείνει μετέωρη.
«Μόνο που δεν ταιριάζει ούτε σε μένα να την παραχωρήσω έτσι απλά, ούτε σε σένα να την κερδίσεις χωρίς αγώνα!»
  Ο Ηρακλής έσφιξε το ρόπαλό του έτοιμος για τον αγώνα, που νόμισε ότι του πρότεινε η αμαζόνα. Η Ιππολύτη είδε την κίνησή του και χαμογέλασε.
«Μα τους θεούς, Ηρακλή, μάλλον δεν κατάλαβες την πρότασή μου. Μα πες μου αλήθεια, ποιο άραγε από τα δυο σου ρόπαλα χρησιμοποιείς συχνότερα;»
  Ο Ηρακλής έπρεπε να ακολουθήσει το βλέμμα της Ιππολύτης, και να δει πού κατέληγε, για να καταλάβει ποιο ήταν το άλλο ρόπαλο που εννοούσε.
  Χαμογέλασε κι αυτός με την αυταρέσκεια του αρσενικού, που κάποια γυναίκα εκδηλώνει εκτίμηση στα αρσενικά προσόντα του.
«Ανάλογα με την περίπτωση, βασίλισσα!.. Τι προτείνεις;»
«Έναν μόνον όρο. Να παραβγούμε σε κάτι.. Αν με νικήσεις, την έχεις. Αν σε νικήσω, αφήνεις τρόπαιό μου το λιονταροτόμαρό σου και φεύγεις ντροπιασμένος!»
«Και σε τι θα πρέπει να παραβγούμε, βασίλισσα;»
«Ξέρω, πως στη δύναμη και στα όπλα δεν σου παραβγαίνω, όπως εσύ δεν μου παραβγαίνεις στα άλογα και στο τόξεμα καλπάζοντας με τ’ άλογα…»
«Τότε;»
«Προτείνω, λοιπόν, να μονομαχήσουμε σ’ αυτό που είμαστε κι οι δυο το ίδιο δυνατοί. Από τη στιγμή, που θα χαθεί και το τελευταίο φως της μέρας, έως τη στιγμή, που θα φανεί και πάλι το πρώτο φως της άλλης μέρας εσύ κι εγώ θα σμίγουμε ακατάπαυστα στις καλαμιές του Θερμώδοντα! Οποιανού η κούραση τού κλέψει τη δύναμη νωρίτερα από το συμφωνημένο θα έχει χάσει το στοίχημα!»
«Μακάρι ετούτη η νύχτα να κρατήσει δυο φορές και περισσότερο απ’ όσο της ορίζει ο Δίας να απλώνει τα σκοτεινά της πέπλα πάνω στον κόσμο των θνητών!»
«Λόγια καυχησιάρικα!.. Αναλογίσου μήπως παρακαλάς σε λίγο να δώσει ο ήλιος και να βγει νωρίτερα, από όσο του πέφτει η μοιρασιά του κύκλου της ημέρας!»
«Μα τους θεούς και μάρτυράς μου ο ίδιος ο Ολύμπιος, πως μαζί σου, βασίλισσα, θα έσμιγα ακατάπαυστα, ώσπου το άρμα του ήλιου να φτάσει ξανά εκεί που είναι τώρα, ακόμα και μετά από πολλά γυρίσματα!»
«Με κολακεύει η διάθεση που λες πως σου εμπνέω, Ηρακλή… Μα κράτησε ολόκληρη τη δύναμή σου μόνο για όσα όρισα. Κι αν τα καταφέρεις, θα μπορείς να καυχάσαι, τότε, για έναν ακόμα άθλο σου, παιδί του Δία, που εσύ τον όρισες μάρτυρα της αντοχής σου.»
«Ανυπομονώ και να στ’ αποδείξω κιόλας!»
«Αυτό, τουλάχιστο, είναι εμφανές!.. Στο μεταξύ, μήτε οι άντρες σου θα μείνουνε παραπονεμένοι… Οι είκοσι αμαζόνες της συνοδείας μου, μια για τον καθένα, θα τους προσφέρουν την φιλοξενία που επιφυλάσσουμε σε κάθε ξένο, όταν εμείς οι ίδιες τον προσκαλούμε στον τόπο μας!.. Μακάρι από το σμίξιμό τους να γεννηθούνε κόρες, που θα ‘χουν την τόλμη και την αντρειοσύνη των συνταξιδιωτών σου πατεράδων τους!»
  Μόλις απόσωσε τα λόγια της με ένα ακροβατικό άλμα βρέθηκε καβάλα στη ράχη του αλόγου της. Αυτό χρεμέτισε ξαφνιασμένο. Το κέντρισε ελαφρά στην κοιλιά του με τις φτέρνες της και η περήφανη φοράδα ξεχύθηκε στον κάμπο με υπέροχο καλπασμό.
«Ακολούθα με, Ηρακλή, απ’ εδώ!» του φώναξε ξεχνώντας ότι αυτός δεν είχε άλογο. Μα ήταν το τελευταίο που θα απασχολούσε τον ηρώα. Έβγαλε με στεντόρεια δύναμη την άγρια πολεμική κραυγή του και κρατώντας το αχώριστο ρόπαλό του όρμησε ξωπίσω από το άλογο τρέχοντας σαν τον άνεμο με τους τεράστιους διασκελισμούς του.
  Στο χλωμό φως του φεγγαριού την είδε να πεζεύει εκεί που άρχιζαν οι πυκνές καλαμιές στα ακρονέρια του ποταμού. Πλησίασε αργά, προσεκτικά κρατώντας σφιχτά το ρόπαλό του έτοιμος για κάθε ενδεχόμενο. Ο Ηρακλής ήταν καχύποπτος για την ευκολία, που η Ιππολύτη προθυμοποιήθηκε να του προσφέρει τη ζώνη της και φοβόταν παγίδα.
  Τη βρήκε να τον περιμένει κρατώντας το άλογό της από το χαλινάρι.
«Άφησε το ρόπαλό σου, Ηρακλή κι έλα κοντά μου!»
  Χτύπησε ελαφρά το άλογό της στα καπούλια στέλνοντάς το να βοσκήσει. Έλυσε την πολύτιμη ζώνη της και την απόθεσε κοντά της. Ύστερα τράβηξε την περόνη που συγκρατούσε το κοντό ιμάτιό της κι αυτό έπεσε κουλουριασμένο στα πόδια της. Το αγαλματένιο κορμί της αποκαλύφθηκε σε όλη την αισθησιακή μεγαλοπρέπειά του στα μάτια του έκθαμβου Ηρακλή. Στο αδύναμο φως του φεγγαριού το γυμνό περίγραμμα της φωτίστηκε με ασημόχρωμες ανταύγειες.
  Ο ήρωας την πλησίασε εκστασιασμένος. Φάνταζε μπροστά του σαν ονειρική οπτασία, καθώς ο μανδύας της, που δεν τον είχε βγάλει ανέμιζε ελαφρά στην πλάτη της. Η νυχτερινή αύρα έκανε τα κύτταρα της επιδερμίδας της αμαζόνας να ανατριχιάσουν. Οι ρόγες του στητού μα μεστωμένου στήθους της σκλήρυναν. Κόλλησε το κορμί της στο δικό του και έμπλεξε τα χέρια της στο λαιμό του τυλίγοντάς τον σφιχτά με τα μπράτσα της. Ανασηκώθηκε στις μύτες των ποδιών της για να πλησιάσει το ύψος του και πίεσε τα χείλη της στα δικά του φιλώντας τον με άγριο πάθος και ανεξέλεγκτη προσμονή. Το τρέμουλο της δροσερής κοιλιάς της, καθώς ένιωθε να την πιέζει κατά μήκος της η καυτή και σκληρή σάρκα του ανδρισμού του, έδειχνε εύγλωττα την ανυπομονησία της να τη νιώσει μέσα της.
  Το ίδιο ανυπόμονος ήταν και ο Ηρακλής, που δεν ήταν συνηθισμένος σε προκαταρκτικά παιχνίδια. Την έριξε στο παχύ γρασίδι, μάλλον, βίαια και με μιας βρέθηκε με όλον τον τεράστιο όγκο του από πάνω της. Η Ιππολύτη, όμως, ήθελε να τον κορώσει, να τον οδηγήσει σε πρωτόγνωρους σε αυτόν δρόμους ηδονής. Ξεγλίστρησε σαν χέλι από κάτω του, τον έσπρωξε ελαφρά γυρίζοντάς τον ανάσκελα και πριν ο Ηρακλής καταλάβει τη συνέβαινε, βρέθηκε αυτή καθιστή στη κοιλιά του. Ανεβοκατεβάζοντας τη λεκάνη της και κουνώντας ρυθμικά τους γοφούς της, σαν να κάλπαζε στη σέλα του αλόγου της, τον οδήγησε σε έναν πρώτο οργασμό με ένταση που ο Ηρακλής δεν είχε νιώσει πρωτύτερα ποτέ του. Η Ιππολύτη γνώριζε την ασύνορη ερωτική αντοχή του και βάλθηκε να τον αποκάμει με τρόπους που μόνο μια τεχνίτρα ιέρεια της Αφροδίτης ξέρει να τους χρησιμοποιεί. Και η Ιππολύτη ήταν σίγουρα μια από αυτές. Μα και η δύναμη του Ηρακλή την έκανε να σπαράζει σύγκορμη σαν να την είχε κυριεύσει θέρμη, πυρετική παραζάλη ερωτικού παροξυσμού.
  Η αμαζόνα έλιωνε μέσα στα ανίκητα ατσαλένια μπράτσα του,. Το κορμί της με φιδίσια τσακίσματα κουλουριαζόταν γύρω από το δικό του και τα πόδια της σαν μέγγενες του έκοβαν την ανάσα σφίγγοντάς τον όλο και περισσότερο στα πλευρά… Τα δόντια της και τα νύχια της του άφηναν ματωμένα σημάδια σε ολόκληρο το κορμί του. Κι αυτός σαν έμβολο πηγαινοερχόταν μέσα της ασταμάτητα πασχίζοντας να φτάσει και να διαπεράσει με άγρια ορμή τα σωθικά της
  Μούγκριζε σαν αγρίμι από γενετήσιο οίστρο αυτός, ξεφώνιζε και σπαρταρούσε σαν μαινάδα από ηδονικό πόνο αυτή. Ο μικρόκοσμος της ακροποταμιάς είχε λουφάξει φοβισμένος από την άγρια πάλη των δυο ερωτομηχανών, που είχαν βαλθεί η μια να εξουθενώσει την άλλη.
  Το ένα σμίξιμο ακολουθούσε το άλλο ακατάπαυστα. Κάθε φορά ήταν και διαφορετικό χάρη στις ανεξάντλητες ερωτικές επινοήσεις της βασίλισσας των αμαζόνων. Και όταν ο Ηρακλής έγερνε πρόσκαιρα αποκαμωμένος, αυτή είχε άλλους τρόπους με τα χέρια της και τα χείλη της να του ανάψει ξανά τον πόθο σε λίγες στιγμές.
«Ω, θεοί!..» ψιθύρισε αχνά η Ιππολύτη μετά από κάποια έντονη κορύφωση της ένωσης τους, καθώς έγερνε το κεφάλι της χαμηλά στην κοιλιά του Ηρακλή, όπου με τα χείλη της θα έδινε το ‘φιλί της ζωής’ για μια ακόμα φορά στο χαλαρωμένο μέλος του άντρα «...δίκαιη η φήμη που τον ακολουθεί.. Ισόθεος σε όλα του! Είναι πιο δυνατός και πιο ανθεκτικός κι από δέκα θρακιώτες επιβήτορες μαζί!»
‘‘Κράτησε τη δύναμή σου, μόνο για όσα όρισα και αν τα καταφέρεις θα έχεις να καυχάσαι για έναν ακόμα άθλο σου! Τον πιο δύσκολο!...’’ τριγύρισαν τα λόγια της Ιππολύτης στις έλικες του μυαλού του Ηρακλή, καθώς τα μηνίγγια του κόντευαν να σπάσουν από την ένταση της προσπάθειας, ύστερα από πολλά-πολλά αλλεπάλληλα σμιξίματά τους. Τα αλαζονικά λόγια της Ιππολύτης δεν είχαν το παραμικρό ίχνος υπερβολής. Αυτός που φημιζόταν για την αντοχή στον έρωτα είχε αρχίσει να νιώθει την κόπωση να τον βαραίνει και ο ρυθμός του να έχει χάσει την αρχική του ορμή. Η αμαζόνα ήταν μια ερωτική μηχανή, που του είχε ρουφήξει όχι μόνον και την τελευταία σταλιά από το μεδούλι του, αλλά και κάθε ικμάδα από το ανίκητο κορμί του.
  Οι άγριες φωνές από το στρατόπεδο και οι κλαγγές των σπαθιών, που η νυχτερινή σιγαλιά έστελνε καθαρές ίσαμε τις καλαμιές, έκανε τον Ηρακλή να πεταχτεί απάνω. Με μιας, κάθε ερωτική διάθεση χάθηκε από το μυαλό και νέες δυνάμεις φούσκωσαν του μυς του κορμιού του. Αρπάζοντας το ρόπαλό του, από χοντρό κλαδί ελιάς, ετοιμάστηκε να τρέξει εκεί όπου ακουγόταν ο αχός της μάχης. Η Ιππολύτη προσπάθησε να τον συγκρατήσει, να ετοιμαστεί κι αυτή να τρέξουν μαζί. Αυτός με ένα άγριο σπρώξιμο έστειλε τη γυναίκα να κυλιστεί μερικά μέτρα μακριά και έφυγε τρέχοντας κραδαίνοντας το φοβερό ρόπαλό του.
  Η παγίδα που φοβόταν ότι θα του έστηνε η Ιππολύτη εκδηλώθηκε, αλλά αλλού από εκεί που περίμενε. Δεν μπορούσε, ωστόσο, να φανταστεί την αλήθεια. Πως η μοχθηρή θεά Ήρα μεταμφιέστηκε σε μια από τις αμαζόνες της συνοδείας της Ιππολύτης και τρέχοντας, τάχα, έφτασε στη Θεμίσκυρα ξεσηκώνοντας τις άλλες αμαζόνες πως η βασίλισσά τους κινδύνευε να την απαγάγουν οι ξένοι. Με οργή που τις τύφλωνε για την προδοσία της φιλοξενίας τους έπεσαν σαν κεραυνός στο στρατόπεδο των Ελλήνων, αιφνιδιάζοντας τα ζευγάρια που βρίσκονταν σε ερωτική χαύνωση.
  Ξωπίσω από τον μαινόμενο Ηρακλή κάλπαζε με τ’ άλογό της η Ιππολύτη που είχε στο μεταξύ ντυθεί . Δεν ήξερε τι είχε συμβεί, αλλά από τις πολεμικές ιαχές κατάλαβε πως είχαν επιτεθεί αναίτια οι συντρόφισσές της.
  Δεν πρόλαβε να τις διατάξει να σταματήσουν την άδικη επίθεσή τους κι ένα φτερωτό βέλος πρόλαβε κι έπνιξε τη φωνή της πριν βγει. Η Ιππολύτη κλονίστηκε, λύγισε και έπεσε στο έδαφος χτυπημένη θανάσιμα κάτω από το αριστερό της στήθος. Ήταν ένα βέλος ελληνικό σταλμένο από τον αλάθητο τοξότη Τελαμώνα, που νόμιζε ότι η Αμαζόνα έτρεχε ξωπίσω από τον Ηρακλή για να τον σκοτώσει. Η μικρή άλικη κηλίδα στο λευκό χιτώνιο γύρω από το βέλος στο μέρος της καρδιάς απλωνόταν σιγά-σιγά.
  Στο πρώτο φως της αυγής οι αμαζόνες είδαν τη βασίλισσά τους να σωριάζεται και με μιας έχασαν το κουράγιο τους για μάχη. Μαζεύτηκαν όλες γύρω από το άψυχο κορμί της. Ένα μουρμούρισμα ήταν στην αρχή, που υψώθηκε στην αυγινή ώρα. Όσο πήγαινε και δυνάμωνε. Γινόταν γόος… Άγρια θρηνητική κραυγή. Τούτος ο αίλινος (***) των αμαζόνων για τη νεκρή βασίλισσά τους, το μοιρολόι με συνοδεία τον πένθιμο ήχο πολεμικού τυμπάνου, έκανε τους ψυχωμένους άντρες να ανατριχιάσουν από απροσδιόριστο δέος.
  Ο Ηρακλής έσκυψε πάνω από το άψυχο σώμα της Ιππολύτης. Φίλησε απαλά τα ζεστά ακόμα χείλη της, που πριν λίγο του χάριζαν ανείπωτη ηδονή και αποφασιστικά έλυσε τη χρυσαφένια ζώνη της.
                                      --------------------------------
  Ο ημίθεος ήρωας αποφάσισε να αναβάλλει την αναχώρησή τους για λίγες μέρες. Χρωστούσε τιμές στη νεκρή βασίλισσα. Μόνος του έφτιαξε τον σωρό από κορμούς δέντρων για τη νεκρική πυρά. Μόνος του ανέβασε το σώμα της στην κορυφή του σωρού, της έβαλε πλάι της το τόξο της, τα βέλη της και την περικεφαλαία της και μόνος του έβαλε τη φωτιά της καύσης. Τέλεσε και μια εξαγνιστική θυσία στους τοπικούς θεούς από πενήντα άλογα κατά το έθιμο των αμαζόνων. Υποσχέθηκε πως σύντομα θα επιστρέψει να ιδρύσει ιερό αφιερωμένο στη μνήμη της και αντάλλαξε όρκιες σπονδές συμμαχίας με τη διάδοχό της και νέα βασίλισσα των αμαζόνων την Αντιόπη.
  Ξημέρωνε, όταν οι Έλληνες τέλεσαν θυσία στον Ποσειδώνα να προστατεύει την επιστροφή τους, σήκωσαν το ιστίο και πιάσανε τα κουπιά. Ο Ηρακλής από την πρύμνη κουμαντάροντας με το ένα χέρι τον οίηκα(****) του πλοίου, σήκωσε το άλλο του σε χαιρετισμό των αμαζόνων που τον κατευόδωναν από τη στεριά. Στο μπράτσο είχε δεμένη με τη μικρή πέτσινη πλουμιστή κορδέλα τη διακοσμητική αλογοουρά, που φορούσε η Ιππολύτη. Ήταν το δικό του ενθύμιο από το σμίξιμό του με την άτυχη αμαζόνα.
 Το ελαφρό σκαρί με τον μπάτη πρυμιό του, να φουσκώνει ανάλαφρα το πανί, πήρε πορεία προς το Αιγαίο και γρήγορα χάθηκε στην καμπύλη του ορίζοντα.
 
 

(*) Πέτρα δεμένη σε σχοινί, που χρησίμευε για άγκυρα στα αβαθή.
(**) Θαλασσοπορία με ούριους ανέμους.
(***) μοιρολόγι, ολολυγμός

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου